βαπορίσιος

βαπορίσιος
-ια, -ιο αυτός που είναι κατάλληλος για τα βαπόρια και χρησιμοποιείται σ’ αυτά, που ανήκει σ’ αυτά: Δε θα ’θελα να δοκιμάσω βαπορίσια ζωή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”